- οβριμοεργός
- ὀβριμοεργός, -όν (Α)(επικ. τ.)1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.